Διαταραχές λόγου και ομιλίας και πως αυτές μπορούν να οδηγήσουν σε μαθησιακές δυσκολίες

Συχνά τα παιδιά εμφανίζουν δυσκολίες στην ανάπτυξη της ομιλίας και του λόγου. Τα χρόνια τα πιο καθοριστικά για την εξέλιξη της ομιλίας και του λόγου ενός παιδιού είναι από 1½ έως 4½ χρόνων. Στην ομιλία και στο λόγο, όπως και σε όλους τους ψυχοβιολογικούς τομείς, κάθε άτομο έχει το δικό του ρυθμό εξέλιξης. ‘Έτσι, ένα παιδί π.χ. μπορεί να περπατήσει σε ηλικία 10 μηνών και ένα άλλο στους 16 μήνες, χωρίς αυτό αναγκαστικά να σημαίνει ότι το πρώτο είναι πιο ώριμο ή πιο έξυπνο. Υπάρχουν όμως ορισμένα χρονικά όρια που αν το παιδί τα περάσει, οι γονείς, ή αυτοί που ασχολούνται με το παιδί, πρέπει να ζητήσουν τη γνώμη του ειδικού. Αν η ομιλία και ο λόγος ενός παιδιού υστερούν σημαντικά από το επίπεδο της ομιλίας και του λόγου των παιδιών της ηλικίας του δεν πρέπει να ειπωθεί “δεν πειράζει, μικρό είναι θα μιλήσει αργότερα” ( Τζουριάδου, 1995).

Η καλή λεκτική επικοινωνία με τους άλλους είναι απαραίτητη για την ομαλή συναισθηματική και κοινωνική εξέλιξη του παιδιού. Όπως επίσης και πολλά ψυχολογικά προβλήματα εκδηλώνονται με δυσκολίες στην ομιλία και στο λόγο.

Ανάλογα με την ηλικία του, θα πρέπει να ανησυχήσετε όταν το παιδί:

zodia-taro-45

18 μηνών λέει μόνο φωνήεντα και καθόλου σύμφωνα. Χρησιμοποιεί 2-3 λέξεις δυσκατάληπτες ή λέει 2-3 λέξεις αλλά δεν τις χρησιμοποιεί πάντα για να δηλώσει το ίδιο πράγμα, π.χ. βλέποντας τη μαμά λέει “μαμά”, αλλά το λέει κι όταν βλέπει τον μπαμπά τον αδελφό κ.λ.π.

2 χρόνων όταν το λεξιλόγιο του, εκτός από το “μαμά”, αποτελείται από λίγες και δυσκατάληπτες λέξεις και δεν παραθέτει δύο λέξεις, σχηματίζοντας προτάσεις του τύπου “μαμά πα” δηλαδή “η μαμά πάει έφυγε”.

3 χρόνων όταν η ομιλία του εξακολουθεί να είναι δυσκατάληπτη, το λεξιλόγιο του περιορισμένο σε ουσιαστικά και λίγα ή καθόλου ρήματα, δεν χρησιμοποιεί άρθρα, επίθετα, επιρρήματα, προθέσεις, δεν έχει την έννοια του πληθυντικού και δεν σχηματίζει απλές προτάσεις π.χ. “η Αννα πίνει γάλα”. Η ηλικία αυτή είναι και η καλύτερη ηλικία έναρξης λογοθεραπευτικού προγράμματος αποκατάστασης, όταν υπάρχει πρόβλημα, γιατί η αποκατάσταση σε φωνολογικό επίπεδο μπορεί να φτάσει και το 100% επιτυχίας.

4 χρόνων όταν οι προτάσεις του είναι μικρές και όχι σωστά οργανωμένες, π.χ. λέει “όχι φάω” αντί να λέει “δεν θέλω να φάω”, ή λέει “θέλω να πάω τι κούνιε” αντί να λέει “θέλω να πάω στις κούνιες” Η ομιλία του δεν είναι πάντα κατανοητή π.χ. αφαιρεί συλλαβές από πολυσύλλαβες λέξεις, δεν λέει απλά συμπλέγματα συμφώνων όπως “κλαίω”, “πλένω”. Δεν μπορεί να διηγηθεί απλά και πρόσφατα γεγονότα.

5 χρόνων όταν το λεξιλόγιο του είναι περιορισμένο, και οι προτάσεις του μικρές και φτωχές σε περιεχόμενο. Σ’ αυτή την ηλικία το παιδί πρέπει να χρησιμοποιεί προτάσεις με 10-11 λέξεις. Όταν δεν μπορεί άνετα να διηγηθεί ένα γεγονός και στην ομιλία του κάνει πολλά σφάλματα. Σ’ αυτή την ηλικία υπάρχει ανοχή μόνο για τους φθόγγους “σ”, “δ”, “θ” και “ρ” τους οποίους μπορεί ακόμα να μην προφέρει σωστά. Και αυτοί οι φθόγγοι όμως θα πρέπει να έχουν αυτοματοποιηθεί και διορθωθεί μέχρι την ηλικία των 6 χρονών ( Miller,1981).

Διαταραχές λόγου και ομιλίας και πως αυτές μπορούν να οδηγήσουν σε μαθησιακές δυσκολίες

Υπάρχει πληθώρα κλινικών ερευνών που συσχετίζει τις γλωσσικές δεξιότητες και τις διαταραχές τους στα παιδιά προσχολικής ηλικίας με την εκδήλωση προβλημάτων ανάγνωσης και ορθογραφημένης γραφής στο σχολείο. Από την εκτεταμένη επισκόπηση αυτών των μελετών προκύπτει πως τα προβλήματα λόγου και ομιλίας που πρωτοεμφανίζονται στην προσχολική ηλικία, προσδιορίζουν την ικανότητα ενός παιδιού να μάθει να διαβάζει και να γράφει αργότερα στο σχολείο. Συγκεκριμένα τα γλωσσικά ελλείμματα που εκδηλώνονται σε επίπεδο φωνολογικής επεξεργασίας ενοχοποιούνται ως η πιο κοινή αιτία των δυσκολιών ανάγνωσης και γραφής. Αυτό αναφέρεται σε παιδιά με φυσιολογική νοημοσύνη και όχι σε παιδιά με νοητική υστέρηση για τα οποία ποικίλα βαθύτερα γνωστικά αιτία ούτως ή άλλως επιβαρύνουν τη μαθησιακή τους επίδοση ( Κάκουρος, 2004)

Τι είναι λοιπόν αυτό που ευθύνεται για την κακή επίδοση των ‘έξυπνων’ μαθητών στην ανάγνωση και στη γραφή; Είμαστε πλέον σε θέση να γνωρίζουμε πως η επίδοση ενός παιδιού σε τεστ ‘φωνολογικής επίγνωσης’ (ενημερότητας) είναι στενά συνδεδεμένη με την μετέπειτα επιτυχία του ή αποτυχία του στην ανάπτυξη του γραπτού λόγου.

Η φωνολογική ενημερότητα είναι μια πολυδιάστατη δεξιότητα που περιλαμβάνει την αναγνώριση και το χειρισμό γλωσσικών μονάδων (λέξεων, συλλαβών, μεμονωμένων φωνημάτων/ήχων) και αποτελεί τη βάση για το συλλαβισμό και τη δεξιότητα αναγνώρισης των λέξεων. Ωστόσο δεν περιορίζεται μόνο στην διάκριση αυτών των δομικών στοιχείων του προφορικού λόγου, αλλά συνίσταται και στην αντίληψη των σχέσεων μεταξύ των φωνημάτων π.χ. το σύμπλεγμα /στ/ αποτελείται από δύο φωνήματα, σ και τ) καθώς και στον συνειδητό χειρισμό τους μέσα στη λέξη για τη δημιουργία νέων λέξεων μετά από αλλαγή στην θέση κάποιων φωνημάτων (π.χ. αργός/αγρός), μετά από αντικατάσταση ενός φωνήματος με άλλα (σάλι/ζάλη/πάλι), μετά από πρόσθεση ή αφαίρεση φωνημάτων (στρίβω/τρίβω, σκάλα/σάλα) ( Καμπανάρου, 2007).

Επομένως παιδιά λίγο πριν την είσοδό τους στο δημοτικό που ακόμα δυσκολεύονται να αναγνωρίσουν ή να αποδώσουν τον συλλαβικό ρυθμό (π.χ. να χτυπήσουν παλαμάκια τις συλλαβές μιας λέξης) ή αυτά που δυσκολεύονται να πουν από ποια ‘φωνούλα’ αρχίζει μία λέξη (να απομονώσουν δηλαδή τον αρχικό φθόγγο) πιθανώς να ανήκουν στην ομάδα των «κακών αναγνωστών» που ταλανίζουν τον δάσκαλο στις πρώτες τάξεις του δημοτικού.

Κατά συνέπεια, η πρώτη δημοτικού είναι η ηλικία όπου ένας γονιός πρέπει να διαπιστώνει αν όλα πάνε καλά στην ανάπτυξη του γλωσσικού συστήματος. Τα προβλήματα λόγου με έμφαση τα φωνολογικά ελλείμματα είναι κακοί οιωνοί των μαθησιακών δυσκολιών. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει πως κάθε είδους προσχολική γλωσσική αδυναμία θα οδηγήσει απαραίτητα σε φτωχή μαθησιακή επίδοση ή σε δυσλεξία. Ευτυχώς, εάν λειτουργήσουμε έγκαιρα και έγκυρα, κάποια παιδιά μπορούν τελικά να αγαπήσουν το σχολειό και τη μάθηση και να αποφύγουν τον άδικο χαρακτηρισμό του ‘τεμπέλη’ μαθητή, αυτού που ‘δεν παίρνει τα γράμματα’ ή και ακόμα να χαρακτηριστούν ως παιδιά με μαθησιακές δυσκολίες ( Κάκουρος, 2007).

Καλό είναι βέβαια να γίνει κατανοητό τι εννοούμε με τον όρο «μαθησιακές δυσκολίες».Ο όρος «μαθησιακές δυσκολίες» χρησιμοποιείται για να περιγράψει ένα σύνολο διαταραχών που μειώνουν την ικανότητα ενός ατόμου να επικοινωνήσει ή να μάθει. Πρόκειται για ένα πολυσυλλεκτικό όρο που μπορεί να αναφέρεται σε πολύ διαφορετικές συνθήκες, όπως: δυσκολίες αντίληψης, εγκεφαλικές δυσλειτουργίες, αυτισμό, δυσλεξία, αναπτυξιακή αφασία κ.α.

Η πρώτη φορά που ο όρος μαθησιακή δυσκολία εμφανίζεται στη βιβλιογραφία της ειδικής αγωγής είναι το 1963, από τον Samuel Kirk (Hammill, 1990). O Kirk χρησιμοποίησε αυτό τον όρο για να αναφερθεί στην περίπτωση ενός παιδιού και την αναντιστοιχία ανάμεσα στις εμφανείς ικανότητες του να μάθει και την τελική του απόδοση.

Σύμφωνα πάντως με έναν ευρέως αποδεκτό από την επιστημονική κοινότητα ορισμό, “οι μαθησιακές δυσκολίες είναι ένας γενικός όρος που αναφέρεται σε μια ανομοιογενή ομάδα διαταραχών οι οποίες εκδηλώνονται με σημαντικές δυσκολίες στην πρόσκτηση και χρήση ικανοτήτων ακρόασης, ομιλίας, ανάγνωσης, γραφής, συλλογισμού ή μαθηματικών ικανοτήτων. Οι διαταραχές αυτές είναι εγγενείς στο άτομο και αποδίδονται σε δυσλειτουργία του κεντρικού νευρικού συστήματος και μπορεί να υπάρχουν σε όλη τη διάρκεια της ζωής. Προβλήματα σε συμπεριφορές αυτοελέγχου, κοινωνικής αντίληψης και κοινωνικής αλληλεπίδρασης μπορεί να συνυπάρχουν με τις μαθησιακές δυσκολίες, αλλά δεν συνιστούν από μόνα τους μαθησιακές δυσκολίες. Αν και οι μαθησιακές δυσκολίες μπορεί να εμφανίζονται μαζί με άλλες καταστάσεις μειονεξίας (πχ. αισθητηριακή βλάβη, νοητική καθυστέρηση, σοβαρή συναισθηματική διαταραχή) ή με εξωτερικές επιδράσεις, όπως οι πολιτισμικές διαφορές, η ανεπαρκής ή ακατάλληλη διδασκαλία, δεν είναι το άμεσο αποτέλεσμα αυτών των καταστάσεων ή επιδράσεων”(Hammill, 1990).

Κατηγορίες μαθησιακών δυσκολιών

Το εύρος των μαθησιακών δυσκολιών είναι πολυποίκιλο όπως και προαναφέρθηκε. Μια απλή κατηγοριοποίηση των διάφορων τύπων μαθησιακών δυσκολιών καταλήγει σε τρεις βασικές κατηγορίες. Πιο συγκεκριμένα, οι μαθησιακές δυσκολίες χωρίζονται σε:

Δυσκολίες λόγου και ομιλίας. Πρόκειται για δυσκολίες στην παραγωγή και κατανόηση του προφορικού λόγου. Τέτοιες μπορεί να αφορούν την παραγωγή ήχων (άρθρωση), τη μετατροπή ιδεών σε λόγο (έκφραση) ή την κατανόηση των λεγομένων του συνομιλητή.

• Δυσκολίες γραπτού λόγου. Οι δυσκολίες αυτές μπορεί να αφορούν προβλήματα στην αποκωδικοποίηση του γραπτού λόγου, προβλήματα ορθογραφίας και γενικότερα προβλήματα στην παραγωγή γραπτού λόγου. Σε αυτές συμπεριλαμβάνεται και η περισσότερο γνωστή περίπτωση της δυσλεξίας (συχνά αναφέρεται και ως ειδική μαθησιακή δυσκολία).

Δυσκολίες μαθηματικού λόγου. Σε αυτή την κατηγορία εμπίπτουν δυσκολίες που στην αναγνώριση αριθμών και μαθηματικών συμβόλων, στην απομνημόνευση της προπαίδειας, στην κατανόηση αφηρημένων μαθηματικών εννοιών και στην επίλυση μαθηματικών προβλημάτων. Όπως και στην περίπτωση της προηγούμενης κατηγορίας (δυσκολίες γραπτού λόγου), πρόκειται για μορφές μαθησιακής δυσκολίας που, για προφανείς μάλλον λόγους, τις περισσότερες φορές ανιχνεύονται μετά την ένταξη του ατόμου στην εκπαιδευτική διαδικασία.

Άλλες δυσκολίες. Σε αυτή τη κατηγορία εντάσσονται δυσκολίες οι οποίες επηρεάζουν σαφώς τη διαδικασία της μάθησης και μπορούν να ενταχθούν κάτω από τον όρο “μαθησιακές δυσκολίες”, χωρίς να εμπίπτουν σε μία από τις παραπάνω κατηγορίες, όπως είναι οι οπτικο-κινητικές διαταραχές.

Υπάρχει μια ποικιλία θεωριών σχετικά με τους παράγοντες που ευνοούν την εμφάνιση μαθησιακών δυσκολιών. Κοινό σημείο αναφοράς τους αποτελεί το ότι όλες, με κάποιο τρόπο, εμπλέκουν τον ανθρώπινο εγκέφαλο. Πιθανές λοιπόν αιτίες μαθησιακών δυσκολιών πιστεύεται πως είναι:

• Λάθη στη δομή του εγκεφάλου

• Ελλιπής διατροφή

• Κληρονομικές αιτίες

• Ελλιπής φροντίδα στα στάδια της βρεφικής ηλικίας του ατόμου

• Ελλιπής επικοινωνία ανάμεσα σε διάφορα μέρη του εγκεφάλου

• Λανθασμένη παραγόμενη ποσότητα νευροδιαβιβαστών ή δυσλειτουργία στη χρήση τους (Arthur e Jonsgma,Jr (2010).

Όπως γίνεται αντιληπτό από τα προαναφερθέντα είναι σημαντικό οι γονείς να αντιμετωπίζουν έγκαιρα μια δυσκολία του παιδιού τους στον προφορικό λόγο και την ομιλία του, γιατί αυτό δρα προληπτικά και η έγκαιρη αποκατάσταση μειώνει σε σημαντικό βαθμό τις περαιτέρω δυσκολίες που μπορεί να αναπτύξει το παιδί κατά την σχολική περίοδο. Για όλα αυτά καθώς και για περισσότερες πληροφορίες, οι γονείς, οι δάσκαλοι, οι άλλοι ειδικοί μπορούν να απευθυνθούν στα Ιατροπαιδα-γωγικά Κέντρα και στον Πανελλήνιο Σύλλογο Λογοπεδικών τηλ: 210 7779901

 

 

 

Καρατζιά Μαρία

Λογοπαθολόγος Msc –Ειδική Παιδαγωγός

Εργοθεραπεύτρια-Κινησιοθεραπεύτρια